- φονευθέντος
- φονεύωmurderaor part pass masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άποινα — ἄποινα, τα (Α) 1. δώρα ή χρήματα για την απελευθέρωση προσώπου, λύτρα 2. χρηματική αποζημίωση 3. (αττ. δίκαιο) το πρόστιμο που οφείλει ο φονιάς στον πλησιέστερο συγγενή του φονευθέντος 4. η ανταμοιβή για κάτι («ἄποιν ἀρετᾱς», Πίνδαρος). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… … Dictionary of Greek